τρόμπα μαρίνα

τρόμπα μαρίνα
η
(λ. ιταλ.)
1. τηλεβόας.
2. μεγάλο κοχύλι για μετάδοση ηχητικών σημάτων από τα ιστιοφόρα σε καιρό ομίχλης, μπουρού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρόμπα - μαρίνα — Ο όρος προέρχεται από τον ιταλικό (tromba marina = ναυτική σάλπιγγα). Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο, που αποτελείται από ένα μακρόστενο ξύλινο πυραμιδοειδή σωλήνα, μήκους περίπου 2 μ., πάνω στον οποίο είναι τεντωμένη μία και μόνη χορδή από… …   Dictionary of Greek

  • τρόμπα — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαίας προέλευσης, το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιήθηκε μόνο για στρατιωτικά σαλπίσματα. Οι αρχαίες τ., κυρίως από ορείχαλκο και ασήμι, είχαν διάφορες μορφές και ονομασίες: π.χ. τούμπα (σάλπιγγα), ένας ίσιος και… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”